αντιτρομοκρατικός

αντιτρομοκρατικός
-ή, -ό
ο στρεφόμενος εναντίον της τρομοκρατίας και των τρομοκρατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + τρομοκρατικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”